Σεβασμίων

Σεβασμίων
Σεβάσμιος
reverend
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Τουέν, Μαρκ — (Twain, ψευδώνυμο του Samuel Langhorne Clemens, Φλωρίδα, Μιζούρι 1835 – Ρέντινγκ, Κονέκτικατ 1910). Αμερικανός συγγραφέας. Ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασε να διακόψει όταν ακόμα ήταν 12 ετών, το σχολείο και να εργάζεται για να ζήσει ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”